τριτεγγυώμαι

τριτεγγυώμαι
αμετ. гарантировать платёж по векселю

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τριτεγγυώμαι" в других словарях:

  • τριτεγγυώμαι — Ν (νομ.) παρέχω τριτεγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + εγγυώμαι] …   Dictionary of Greek

  • τριτεγγυητής — ο, Ν (νομ.) αυτός που παρέχει την τριτεγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριτεγγυώμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη] …   Dictionary of Greek

  • τριτεγγύηση — η, Ν (εμπ. δίκ.) η διατυπούμενη στο σώμα τής συναλλαγματικής ανάληψη αυτοτελούς υποχρεώσεως από τρίτο πρόσωπο για εξόφληση τού ποσού τής συναλλαγματικής σε περίπτωση αδυναμίας τού εκδότη να τήν εξοφλήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριτεγγυώμαι. Η λ., στον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»